- αδιατήρητος
- -η, -ο [διατηρώ]1. αυτός που δεν διατηρήθηκε ή δεν έγινε προσπάθεια να διατηρηθεί ή να συντηρηθεί2. που δεν προσέχει τον εαυτό του («αδιατήρητος άνθρωπος γρήγορα γεράζει»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιατήρητος — η, ο 1. αυτός που δε διατηρήθηκε: Το σπίτι φαινόταν πως ήταν αδιατήρητο. 2. αυτός που εύκολα σαπίζει, χαλάει (για φαγώσιμα): Το κρέας έμεινε αδιατήρητο και χάλασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)